Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

ΕΜΦΥΛΙΟΣ 1946-49


Το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου για την Ελλάδα με την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, βρίσκει τη χώρα με ένα ιδιότυπο κενό εξουσίας. Οι δυνάμεις του προπολεμικού καθεστώτος βρίσκονται με φθαρμένο κύρος στο λαό καθώς οι μισές ζούσαν φυγαδευμένες στην ασφάλεια του αγγλικού στρατού στην Αίγυπτο και οι άλλες μισές ήταν άμεσοι συνεργάτες του στρατού κατοχής. Από την άλλη στα χρόνια της κατοχής έχει κερδίσει σοβαρό κύρος στους κόλπους του λαού το ΚΚΕ που επωμίστηκε το συντριπτικά μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στον κατακτητή μέσω του πλατιού μετώπου που στήριξε με άλλες πατριωτικές δυνάμεις, του ΕΑΜ και του στρατού του, του ΕΛΑΣ. Η ένοπλη αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συνοδεύτηκε από πλήθος πρωτοβουλιών που στόχο είχαν να περιφρουρήσουν ζωτικές ανάγκες της καθημερινής ζωής του ελληνικού λαού όπως η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης που είχαν αποφασίσει οι Γερμανοί στρατηγοί το Μάρτη του 1943, η περιφρούρηση της σοδειάς το καλοκαίρι του 1944 και η εγκαθίδρυση δομών λαϊκής εξουσίας σε περιοχές που έλεγχε ο ΕΛΑΣ.
Η αγγλική διπλωματία έχει από πολύ νωρίς αντιληφθεί το ζήτημα που θα δημιουργούνταν και έχει παρέμβει σε όλες τις διεργασίες που έχουν γίνει σε σχέση με τη μεταπολεμική Ελλάδα, με στόχο να εξαφανίσουν το ρόλο των κομμουνιστών σε αυτήν. Από την άλλη, η καθοδήγηση του ΚΚΕ δε δείχνει την ίδια αποφασιστικότητα. Ωστόσο το αιματοκύλισμα μιας ειρηνικής διαδήλωσης που έχει οργανώσει το ΕΑΜ στο κέντρο της Αθήνας στις αρχές Δεκέμβρη του 44 οδηγεί στην ένοπλη σύγκρουση (εφεδρικών βασικά) δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τη μία με το μέτωπο αγγλικών δυνάμεων με χωροφύλακες και συνεργάτες των γερμανών από την άλλη. Για λόγους που δεν έχουν ακριβώς διευκρινιστεί, το ΚΚΕ δεν κατεβάζει στην Αθήνα τις μάχιμες και μαζικές μονάδες του ΕΛΑΣ και δίνει τη μάχη με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Μετά από σκληρές συγκρούσεις, χάνει τη μάχη της Αθήνας.
Το τέλος της μάχης της Αθήνας το Δεκέμβρη του 1944 και η Συμφωνία της Βάρκιζας, που ακολούθησε, δεν αποτέλεσαν καμία πραγματική διαδικασία ειρήνευσης αλλά το μοχλό για το μονομερή εμφύλιο ενάντια στην Αριστερά, την έναρξη της περιόδου που έμεινε γνωστή ως περίοδος τρομοκρατίας. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το καθεστώς της αγγλικής κηδεμονίας – εξάρτησης, στηριγμένο σε ένα πολύμορφο μέτωπο του παλατιού, αστών πολιτικών, ακροδεξιών παραστρατιωτικών συμμοριών και πρώην συνεργατών των γερμανικών δυνάμεων κατοχής αποφασίζει ότι πρέπει να συντρίψει την αριστερά που έχει βγει με ανεβασμένο το κύρος της από τη γερμανική κατοχή.
Παρά την ήττα της στη μάχη της Αθήνας, η αριστερά ελέγχει συντριπτικά τα εργατικά σωματεία το 1945-1946, γεγονός που θέτει σε συναγερμό το καθεστώς. Από την άνοιξη του 1945 μέχρι το καλοκαίρι του 1946, συμμορίες παραστρατιωτικών και πρώην συνεργατών των ναζί τρομοκρατούν την ύπαιθρο και ταυτόχρονα ελέγχουν με βάση το νόμο της ζούγκλας τη βοήθεια που στέλνει η ΟΥΝΡΑ δίνοντας την εικόνα χάους. Η πολιτική κρίση στους κόλπους του καθεστώτος οξύνεται και η παρέμβαση των άγγλων είναι κάτι παραπάνω από καθοριστική.
Το ΚΚΕ επιμένει στην αποφυγή της απάντησης στης προκλήσεις, ωστόσο πιέζεται κάθε μέρα και περισσότερο. Διαβλέπει στις εκλογές του Μάρτη 1946 την επιδίωξη των Άγγλων και του καθεστώτος να νομιμοποιήσουν την κατάσταση και τη συντριβή της αριστεράς και απέχει. Μετά τις εκλογές, οξύνεται και θεσμοθετείται και από το επίσημο κράτος η πολιτική εκτελέσεων, συλλήψεων και πάσης φύσης διώξεων των αριστερών μέσω  του Γ’ Ψηφίσματος.
Το καλοκαίρι του 1946 οι κυνηγημένοι στα βουνά αριστεροί δημιουργούν – χωρίς κομματική εντολή- ένοπλα τμήματα και διαλύουν με ευκολία τις παρακρατικές ένοπλες ομάδες σε διάφορα σημεία της χώρας. Το ΚΚΕ βρίσκεται de facto μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Τέλη Οκτώβρη του 1946, ιδρύεται το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού. Μέχρι την άνοιξη του 1947, ο Δημοκρατικός Στρατός έχει μαζικοποιηθεί και οργανωθεί ενώ ελέγχει όχι ασήμαντες περιοχές και προσανατολίζεται στη μετεξέλιξή του από αντάρτικο σε τακτικό στρατό.
Έως τότε, κάθε υποψία αριστερής συμπάθειας στις πόλεις έχει ποινικοποιηθεί και οι οργανώσεις του ΚΚΕ λειτουργούν με ελάχιστες δυνατότητες και εντελώς παράνομα. Η αριστερά έχει χάσει τη μάχη στις πόλεις. Ωστόσο οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού την άνοιξη και το καλοκαίρι του ’47 (στις οποίες για πρώτη φορά συμμετέχει και η αεροπορία) που στοχεύουν στη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού δε στέφθηκαν με επιτυχία. Ο πόλεμος είχε αγριέψει.
Παράλληλα, από το 1947 δημιουργείται το στρατόπεδο συγκέντρωσης των ύποπτων ως «φιλοκομμουνιστικών» στοιχείων (το κολαστήριο, όπως έμεινε γνωστό) της Μακρονήσου – ένα πείραμα πάνω στο σπάσιμο και στην απόλυτη τρομοκράτηση των ανθρώπων.
Υπό αυτό το πρίσμα, στα τέλη της άνοιξης του 1947, οι Βρετανοί δείχνουν ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και παραδίδουν τη σκυτάλη της κηδεμονίας και της στρατιωτικοοικονομικής εμπλοκής στους Αμερικάνους. Από τότε και μέχρι τα τέλη του Εμφυλίου, το Δόγμα Τρούμαν και ο οικονομικός του βραχίονας το Σχέδιο Μάρσαλ αποτελούν την πηγή από την οποία ρέει πακτωλός χρημάτων, όπλων και συμβούλων στο ελληνικό κράτος. Ο πακτωλός αυτός διευκολύνει τη μαζική εκκένωση ορεινών περιοχών από τους πληθυσμούς τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις για να αποκόψουν το ΔΣΕ από τα δίκτυα υποστήριξης και κάθε είδους τροφοδοσίας του.
Από το φθινόπωρο του 1947 η κατάσταση οξύνεται. Η κυβέρνηση αυξάνει σημαντικά τις στρατιωτικές δυνάμεις της και το ΚΚΕ βάζει ως στόχο τον άμεσο τριπλασιασμό των δικών του, ενώ το Δεκέμβρη του 1947 ιδρύει την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Το 1948 ξεκινάει με την αποτυχημένη προσπάθεια του κυβερνητικού στρατού να συντρίψει τις δυνάμεις του ΔΣΕ στη Στερεά Ελλάδα και με τη σοβαρή ενίσχυση του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο. Παρόλες τις επιτυχίες του ΔΣΕ σε διάφορα σημεία της χώρας που απογοήτευαν κάθε φορά τις ελπίδες των αμερικάνων για γρήγορη εξόντωσή του κάτω από τον συντριπτικό εις βάρος του συσχετισμό, οι προσπάθειές του να καταλάβει αστικά κέντρα και να δημιουργήσει σοβαρό ζωτικό χώρο δε γνώρισαν επιτυχία. Ταυτόχρονα, η εκκένωση από τον κυβερνητικό στρατό όλο και μεγαλύτερων ορεινών και αγροτικών περιοχών στένευαν διαρκώς τις δυνατότητες ανεφοδιασμού του.
Το καλοκαίρι του 1948 ο κυβερνητικός στρατός κάνει πρωτοφανούς ισχύος επίθεση στον ορεινό όγκο του Γράμμου με στόχο τη γρήγορη συντριβή των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού. Το ΚΚΕ από την πλευρά του ελπίζει ότι μια αποτυχία του Εθνικού Στρατού θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα πολιτικών, στρατιωτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Περίπου εκατό χιλιάδες στρατιωτών του κυβερνητικού στρατού με την υποστήριξη 70 αεροπλάνων αντιπαρατάσσεται στους δέκα χιλιάδες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Μετά από σκληρές μάχες δύο μηνών, ο Δημοκρατικός Στρατός εγκαταλείπει το Γράμμο και συγκροτημένα αναδιπλώνεται στο Βίτσι. Καμία από τις δύο πλευρές δεν πέτυχε τους στόχους της. Ο πόλεμος συνεχίζεται…
Την ίδια περίοδο, η ρήξη στις σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης – Γιουγκοσλαβίας αποτελεί την απαρχή της ρήξης ανάμεσα στο ΚΚΕ και τη Γιουγκοσλαβία, γεγονός με πολλαπλές στρατιωτικές και κοινωνικές συνέπειες στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Το φθινόπωρο του 1948, ο κυβερνητικός στρατός αποτυγχάνει να συντρίψει τους αντάρτες στο Βίτσι.  Αυτοί από τη μεριά τους διαπιστώνουν ότι οι τάξεις του κυβερνητικού στρατού έχουν μαζικοποιηθεί τόσο πολύ που δεν είναι εύκολη υπόθεση η πρόκληση μιας βαριάς ήττας σε αυτές που να έχει συνολικό αντίκτυπο.
Οι αποτυχίες του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι εξοργίζουν τους Αμερικάνους και οδηγούν σε αναβάθμιση του ρόλου του στρατού μέσω των υπερεξουσιών στο στρατηγό Παπάγο.
Τους πρώτους μήνες του 1949, ο Δημοκρατικός Στρατός πραγματοποιεί επιθέσεις σε αστικά κέντρα (Καρπενήσι, Καρδίτσα, Νάουσα) που είναι εντυπωσιακές αλλά δε δείχνουν ικανές να αντιστρέψουν την πορεία προς το άνοιγμα της ψαλίδας δυνάμεων ανάμεσα στους δυο αντιμαχόμενους. Στα μέσα Φλεβάρη ο ΔΣΕ αποτυγχάνει να καταλάβει τη Φλώρινα, έχοντας βαριές απώλειες.  Τις ίδιες περίπου μέρες ολοκληρώνεται το τέλος του Δημοκρατικού Στρατού στην Πελοπόννησο που βασίζεται σε ένα πραγματικό πογκρόμ στις πόλεις και στα χωριά ενάντια σε όποιον είναι «ύποπτος» έστω και για ψήγματα συμπάθειας στο ΔΣΕ και χαρακτηρίζεται από αμείλικτο ανθρωποκυνηγητό με στόχο να μη γλιτώσει ούτε ένας αντάρτης. Οι ιστορίες των «αποκομμένων» αποτελούν ιδιαίτερα δραματικά στιγμιότυπα του ελληνικού εμφύλιου πολέμου.
 Μέσα στην άνοιξη του 1949, ολοκληρώνεται η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού συνολικά στη Νότια Ελλάδα με την ήττα στον Αχελώο και στη Θεσσαλία. Παρά το βαρύ κλίμα, μονάδες του ΔΣΕ ανακαταλαμβάνουν το Γράμμο τον Απρίλη. Όλοι ετοιμάζονται για τη μεγάλη μάχη που - για μια ακόμα φορά – αναμένεται να φέρει το τέλος του πολέμου. Αυτή τη φορά, θα το πετύχει…
Στις αρχές του καλοκαιριού, η Γιουγκοσλαβία κλείνει τα σύνορά της για τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Ο κλοιός σφίγγει κι άλλο.
Περίπου διακόσιες χιλιάδες ανδρών του κυβερνητικού στρατού εξοπλισμένου με νέα όπλα (μπαζούκας, πυροβόλα και βόμβες ναπάλμ) και με την υποστήριξη δεκάδων αεροπλάνων παρατάσσονται απέναντι σε δεκατρείς χιλιάδες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Μόνο την πρώτη μέρα των επιθέσεων (σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές) πραγματοποιήθηκαν 164 έξοδοι αεροπλάνων, τα οποία άδειασαν πάνω από 350 βόμβες! Στις 16 Αυγούστου ο ΔΣΕ αναδιπλώνεται από το Βίτσι και στις 27 του ίδιου μήνα οι δυνάμεις του ΔΣΕ υποχωρούν συντεταγμένα στο έδαφος της Αλβανίας, όπου αφοπλίστηκαν και αργότερα μεταφέρθηκαν με διάφορους τρόπους (βασικά) στην Τασκένδη.
Σαράντα μέρες αργότερα, η ΚΕ του ΚΚΕ βάζει τέλος στον ένοπλο αγώνα και δίνει βάρος στον πολιτικό αγώνα. Ο πόλεμος τελείωσε.
Η ήττα του ΔΣΕ (αν και πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι θα περίμενε κανένας με βάση το συντριπτικό σε βάρος του οικονομικό και στρατιωτικό συσχετισμό) έχει αναλυθεί με διάφορους τρόπους και από διάφορες οπτικές γωνίες που –όπως είναι φυσικό- δε συμφωνούν μεταξύ τους. Ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσε κανένας να αρνηθεί ότι σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου είχαν τρεις παράγοντες:
-                    Ο προαναφερόμενος συσχετισμός και η συνακόλουθη εμπλοκή δύο υπερδυνάμεων ενάντια στο ΔΣΕ. Ιδιαίτερα, η στρατιωτικοοικονομική εμπλοκή των ΗΠΑ που ήταν εντυπωσιακά πληθωρική καθώς οι ΗΠΑ ήταν από τους νικητές του πολέμου χωρίς να έχουν πληγεί ιδιαίτερα από αυτόν.
-                 Η κυβερνητική βίαιη εκκένωση των αγροτικών περιοχών από τους πληθυσμούς τους, που είχε ως συνέπεια την αποκοπή των ανταρτών από ανθρώπινα δίκτυα υποστήριξης και εφοδιασμού καθώς και ύπαρξης εφεδρειών.
-              Η αδυναμία του ΚΚΕ να συγκροτήσει πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Απέναντί του βρέθηκε το σύνολο των παλιών πολιτικών δυνάμεων (βενιζελικοί, κέντρο, δεξιά, παλάτι, συνεργάτες των γερμανών), γεγονός στο οποίο έπαιξε σοβαρό ρόλο και ο ξένος παράγοντας. Ανοιχτή παραμένει η πολιτική και ιστορική συζήτηση για τις ευθύνες της καθοδήγησης του ΚΚΕ. Για πολλούς, η συμφωνία της Βάρκιζας κληροδότησε μια περίοδο καθυστερήσεων και παλινωδιών που έδωσε την ευκαιρία στο παλάτι και στις αστικές δυνάμεις (με την κηδεμονία των Άγγλων) να συγκροτήσουν κρατική και στρατιωτική (και αντίστοιχα παρακρατική και παραστρατιωτική) οντότητα.
Θα μπορούσε κανένας να πει ότι ο πόλεμος κράτησε (τυπικά) τρία έως (ουσιαστικά) πέντε χρόνια. Στον κυβερνητικό στρατό επιστρατεύθηκαν περίπου 450.000 άνδρες. Σε αυτούς  πρέπει να προστεθούν αρκετές δεκάδες χιλιάδες παραστρατιωτικοί, ΜΑΥ, ΜΑΔ, ΤΕΑ κλπ, που αποτέλεσαν το μηχανισμό βίαιης εμπέδωσης σταθερότητας στα μετόπισθεν του κυβερνητικού στρατού. Στο Δημοκρατικό Στρατό υπηρέτησαν συνολικά 75.000 – 100.000 μαχητές, αν και δεν υπήρξε στιγμή του πολέμου που ξεπέρασαν τους 25.000. Από τους συνολικούς μαχητές του ΔΣΕ, το 30% περίπου ήταν γυναίκες (για τις οποίες πλήθος μαρτυριών υποστηρίζουν ότι επέδειξαν συγκρότηση και αντοχή μεγαλύτερη από των αντρών τόσο στη μάχη όσο και στις εξορίες), ενώ μεγάλο ήταν το ποσοστό των νέων 16-20 ετών.
Απλώθηκε σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα (από την Πελοπόννησο μέχρι τη Θράκη), καθώς και στην Κρήτη και στη Σάμο.
Οι νεκροί έφτασαν τους 14.000 από τη μεριά του κυβερνητικού στρατού και τους 25.000 από τη μεριά του ΔΣΕ. Αν προστεθούν οι τραυματίες, οι εξόριστοι και οι διωχθέντες, τα νούμερα εκτοξεύονται σε δυσθεώρητα ύψη. Η Μακρόνησος και οι εξορίες, τα 25 επιπλέον χρόνια από το τέλος του πολέμου καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» και διώξεων, οι εκατοντάδες χιλιάδες εκπατρισθέντες, οι «παιδουπόλεις» της βασίλισσας Φρειδερίκης, η ιδιαίτερη φρίκη των μαχητών του ΔΣΕ σε περιοχές που δεν είχαν διαφυγή και συλλαμβάνονταν – εξοντώνονταν ένας – ένας (Πελοπόννησος, Σάμος) είναι μερικά από τα ιδιαίτερα δραματικά στιγμιότυπα του πολέμου αυτού, καθένα από τα οποία αξίζει ιδιαίτερης ιστορικής έρευνας.
Για πολλούς, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ήταν ένας πόλεμος με ισχυρό το ταξικό στοιχείο. Η ύπαρξή του σφράγισε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και οι έμμεσες συνέπειές του είναι καθοριστικές στη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας.